- προφυλακῆς
- προφυλακήguard in frontfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek
ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του … Dictionary of Greek
Βούρβαχης, Διονύσιος — (Κεφαλονιά 1787 – Αττική 1827). Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε αξιωματικός στη Γαλλία και υπηρέτησε στον στρατό της φτάνοντας έως τον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1826 ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον Αγώνα επικεφαλής σώματος από 800 μαχητές … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
ντελής — ο (λ. τουρκ.) 1. τρελός, παράφρονας. 2. στους Τούρκους, ιππέας στρατιώτης της προφυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)